-
1 διαιμάχομαι
διαιμάχομαι (s. μάχομαι), mit Einem streiten, kämpfen; Eur. Suppl. 678; Ar. Plut. 448; τινί, Plat. Soph. 260 a; Xen. Cyr. 3, 1, 3; πρός τι, Dem. 17, 18; πρός τινα, Pol. 1, 51, 9; Plut. Pericl. 33; περί τινος καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ, Plat. Men. 86 c, u. sehr oft bei Plat.; Xen. An. 5, 6, 25; καὶ χαλεπαίνω, Plut. conj. praec. p. 414; übh. = widerstreben, sich weigern, τὸ μἡ ϑανεῖν, Eur. Alc. 697; ἀσπίδα μὴ φέρειν, Xen. An. 5, 8, 23; μὴ μεταγνῶναι, Thuc. 3, 40, d. i. verbieten. Allgem., sich anstrengen, ὅπως, Plat. Prot. 325 c; Gorg. 502 b; behaupten, sequ. acc. c. inf., Theaet. 158 d; ὅτι, Phaed. 106 c.
См. также в других словарях:
χαλεπαίνω — Α [χαλεπός] 1. γίνομαι χαλεπός, δυσάρεστος, δύσκολος, βαρύς, αγριεύω (α «μέγα βρέμεται χαλεπαίνων... ἄνεμος», Ομ. Ιλ. β. «εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνει... χειμών», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) δυσφορώ, αγανακτώ, θυμώνω πολύ («Αἰσχύλε, λέξον, μηδ αὐθαδῶς… … Dictionary of Greek